-
1 махнуть
махнуть κουνώ, γνέφω (давать знак); \махнуть рукой κουνώ το χέρι μου* * *κουνώ; γνέφω ( давать знак)махну́ть руко́й — κουνώ το χέρι μου
-
2 мигать
мигать, мигнуть 1) (мериать) λαμπυρίζω 2) (моргнуть) γνέφω με το μάτι* * *= мигнуть1) ( мерцать) λαμπυρίζω2) ( моргнуть) γνέφω με το μάτι -
3 моргать
-
4 кивать
киватьнесов1. (кому-л. в знак приветствия) γνέφω, χαιρετώ (μέ τό κεφάλι), χαιρετίζω μέ κίνηση τοῦ κεφαλιοῦ·2. (в знак согласия) κατανεύω·3. (на кого-либо, на что-л.) γνέφω (δείχνοντας κάποιον, κάτι). -
5 манить
манитьнесов1. (звать) γνέφω, καλώ μέ νεύμα, φωνάζω νά ἔρθει·2. (привлекать) προσελκύω, τραβώ:\манить взор προσελκύω τά βλεμματα. -
6 мигнуть
миг||ну́ть(однокр. к мигать) κλείνω τό μάτι, γνέφω μέ τό μάτι:\мигнутьну́ть кому-л. κλείνω κάποιου τό μάτι. -
7 закивать
ρ.σ. αρχίζω να γνέφω. -
8 кивать
ρ.δ.1. χαιρετώ με κλίση του κεφαλιού.2. γνέφω, γνεύω.3. κουνώ το κεφάλι. -
9 манить
маню, манишь κ. παλ. манишь ρ.δ.μ.1. νεύω, κάνω νεύμα, γνέφω, κάνω νόημα•манить пальцем κάνω νεύμα με το δάχτυλο.
2. μτφ. ελκύω, έλκω, προσελκύω, τραβώ•хорошая погода -ит на прогулку ο καλός καιρός τραβάει για περίπατο.
|| βαυκαλίζω, παρηγορώ•манить кого надеждой, обещаниями βαυκαλίζω κάποιον με την ελπίδα, με υποσχέσεις.
-
10 махать
машу, машешь κ. -аю, -аешь, επιρ. μτχ. махая κ. (σπάνια) маша/ρ.δ.1. με οργν. σείω, κουνώ στον αέρα•птица -шет крыльями το πουλί φτερουγίζει στον αέρα.
|| γνεύω, νεύω, γνέφω, κάνω νεύμα με το χέρι.2. διανύω, διατρέχω. -
11 подманивать
-
12 подманить
-маню, -манишь, παα μτχ. παρλθ. χρ. подманенный, βρ: -нен, -а, -о κ. подманённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.γνέφω, νεύω, κάνω νεύμα ή νόημα. -
13 подмигнуть
ρ.σ. κλείνω το μάτι, γνεύω, γνέφω, κάνω νόημα με το μάτι, κάνω ματιά. -
14 приманить
-маню, -манишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приманенный, βρ: -нен, -а, -о κ. приманённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ. δελεάζω, απατώ με δόλο, ξεγελώ προσελκύω.(γ)νεύω, γνέφω, κάνω νεύμα, νόημα. || μτφ. προσελκύω, τραβώ, θέλγω, σαγηνεύω, μαγεύω.
См. также в других словарях:
γνέφω — γνέφω, έγνεψα βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γνέφω — και γνεύω (AM νεύω, Μ και γνεύω) κάνω νόημα, σημείο συνεννοήσεως με το κεφάλι, τα μάτια ή τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία μορφή του ρήματος νεύω έδωσε λαβή στον σχηματισμό τών τύπων γνέφω και γνεύω. Συγκεκριμένα, ο τ. γνεύω < εκ νεύω ή, κατ άλλους … Dictionary of Greek
μαίομαι — μαίομαι, αιολ. τ. και μάομαι (Α) 1. αναζητώ, ερευνώ («ἥ τ ὄρνισι κατοικιδίῃσιν ὄλεθρον μαίεται», Νικ.) 2. επιδιώκω, επιζητώ, επιθυμώ («μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῑν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. μαίομαι πιθ. < *μασ jο μαι, με … Dictionary of Greek
νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… … Dictionary of Greek
άγνευτος — και άγνεφος, η, ο αυτός που γίνεται δίχως νεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γνέφω < νεύω] … Dictionary of Greek
γνέφος — το το σύννεφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γ προθετικό + νέφος (πρβλ. γνέφω, γνοιάζομαι) … Dictionary of Greek
γνεφοκοπώ — ( άω) γνέφω συνεχώς, κάνω συνέχεια γνεψίματα … Dictionary of Greek
γνεύω — βλ. γνέφω … Dictionary of Greek
γνοιάζομαι — νοιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γ προθετικό + νοιάζομαι, με πιθανή επίδραση τής λ. έγνοια (πρβλ. γνέφος, γνέφω)] … Dictionary of Greek
διανεύω — (AM διανεύω) [νεύω] κάνω νεύματα με το κεφάλι ή τα χέρια, γνέφω νεοελλ. 1. κινώ 2. τακτοποιώ, διαχειρίζομαι 3. σχετίζομαι αρχ. μσν. ( ομαι) 1. περνώ τον καιρό μου 2. συμπεριφέρομαι αρχ. αποφεύγω … Dictionary of Greek
επιλλίζω — ἐπιλλίζω (Α) [έπιλλος] 1. γνέφω, κλείνω το μάτι 2. κλείνω τα μάτια σαν να νυστάζω 3. κλείνω τα μάτια για να δω κάτι με προσοχή … Dictionary of Greek